- μυριόστομος
- -η, -ο, θηλ. και -ος (Μ μυριόστομος, -ον)αυτός που έχει αναρίθμητα στόματανεοελλ.αυτός που βγαίνει από μύρια στόματα («μυριόστομη κραυγή»)μσν.αυτός που είναι κατασκευασμένος με πάρα πολλές αιχμές (α. «μυριόστομον ξίφος», Γ. Πισίδ.β. «μυριόστομον δόρυ», Πρόδρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + -στομος (< στόμα)].
Dictionary of Greek. 2013.